- κηρόδετος
- κηρόδετοςboundmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κηρόδετος — η, ο (Α κηρόδετος, ον) αυτός που συγκρατείται με κερί, ο συναρμοσμένος ή συγκολλημένος με κερί αρχ. φρ. «κηρόδετον πνεῡμα» το φύσημα τού αυλού ο οποίος είχε συναρμοστεί με κερί (Θεόκρ.). επίρρ... κηρόδετα με κηρόδετο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός +… … Dictionary of Greek
κηρόδετον — κηρόδετος bound masc/fem acc sg κηρόδετος bound neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηροδέτῳ — κηρόδετος bound masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CICUTA — I. CICUTA Latinis quaeliber canna, intus concava et inanis; unde apud Poetas Cicutae, pro calamis vel cannis, quibus filtulant pastores. Virg. Ecl. 2. v. 37. Est mihi disparibus septem compacta cicutis Fistula Nempe cum antiquitus μόνανλος, h. e … Hofmann J. Lexicon universale
κηροδέτης — κηροδέτης, δωρ. τ. κηροδέτας, ὁ (Α) κηρόδετος* («κηροδέτας κάλαμος», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + δέτης (< δέω [II] «δένω»), πρβλ. γλωσσο δέτης, λαιμο δέ της] … Dictionary of Greek
κηρόπλαστος — η, ο (Α κηρόπλαστος, ον) ο κατασκευασμένος, ο πλασμένος από κερί, κέρινος, κερένιος («μελίσσης κηρόπλαστον ὄργανον», Σοφ.) αρχ. 1. (για κορίτσι) όμορφη σαν κερένια κούκλα («ξανθώ, κηρόπλαστε, μυρόχροε», Ανθ. Παλ.) 2. κηρόδετος. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
κηρός — ο (ΑΜ κηρός) το κερί τών μελισσών, λιπαρή, εύπλαστη και εύτηκτη ουσία που γίνεται σκληρή και εύθραυστη σε ψυχρό περιβάλλον, γνωστή κυρίως ως προϊόν τών μελισσών, από το οποίο αυτές κατασκευάζουν τις κηρήθρες τους («παῑς χερσὶ ταῑς ἑαυτοῡ κηρὸν… … Dictionary of Greek